κώιος

κώιος
κώϊος, -ΐα, -ϊον (Α)
βλ. κώος.

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужно решить контрольную?

Look at other dictionaries:

  • Κῶιος — Κῷος , Κῷος of masc nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • Κώιος — Κῷος of masc nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • Κώος — (I) α, ο (AM Κῶος ῴα ον, αρσ. και Κώϊος) [Κως] αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στη νήσο Κω ή προέρχεται από την Κω νεοελλ. (το αρσ. και θηλ. ως κύριο όν.) ο Κώος, η Κώα ο κάτοικος τής Κω ή αυτός που κατάγεται από την Κω αρχ. (ως προσηγορικό ουσ.) 1 …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”